φλώρος

φλώρος
I
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ρωμαίος ιστορικός της εποχής του Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.). Έγραψε σε δύο βιβλία την ιστορία των πολέμων της Ρώμης, από την εποχή των βασιλέων έως το κλείσιμο του ναού του Ιανού επί Αυγούστου (25 π.Χ.). Είναι κυρίως γνωστός ως Φ. Ιούλιος.
2. Ρωμαίος ποιητής. Μερικοί τον ταυτίζουν με τον Αφρικανό ρήτορα και ποιητή Πούβλιο Άννιο Φλώρο, συγγραφέα έργου που διασώθηκε και που πραγματεύεται το θέμα αν ο Βιργίλιος ήταν ρήτορας ή ποιητής.
II
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ήταν λιθοξόος και καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Μαζί με τον αδελφό του Λαύρο, έχτισε στην πόλη των Ουλπιανών ναό, την ανέγερση του οποίου είχε διατάξει ο Λικίνιος. Τα δύο όμως αδέλφια, μετά την οικοδόμησή του, τον αφιέρωσαν στον Χριστό και μοίρασαν τα χρήματα που τους δόθηκαν ως αμοιβή στους φτωχούς της πόλης. Για το γεγονός αυτό, οι αρχές τούς έκλεισαν μέσα σε ένα βαθύ πηγάδι, όπου και πέθαναν. Η μνήμη του Φ. τιμάται στις 18 Αυγούστου.
2. Λόγιος και πρώην βασιλικός υπάλληλος. Διετέλεσε επίσκοπος Αμινσού. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Δεκεμβρίου.
* * *
ο, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ευρέως διαδεδομένου στην Ευρώπη και την Ελλάδα είδους ωδικών πτηνών Carduelis chloris, τής οικογένειας φριγγιλ(λ)ίδες, πολύ συγγενικού με την καρδερίνα και την χρυσοκαρδίνα, με τις οποίες ανήκει στο ίδιο γένος
2. μτφ. μαλθακός και θηλυπρεπής άνδρας, ιδίως νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χλωρίων με παρετυμολογική επίδραση τού τ. φλωρί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φλώρος — φλώρος, ο και φλώρι, το 1. ωδικό πτηνό: Και τιτιβίζοντας τα φλώρια, οι σπίνοι (Ι. Γρυπάρης). 2. μτφ., νεαρός αβρός, μαλθακός, καλοπερασάκιας, λελές, ντιντής: Είναι φλώρος, δεν είναι λεβέντης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άγιος Φλώρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 253 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της επαρχίας. Το χωριό είναι πασίγνωστο για τα ιχθυοτροφεία του. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρφαρών …   Dictionary of Greek

  • Military operations during the Turkish invasion of Cyprus — Date 20 July – 17 August 1974 Location Cyprus Result Turkish occupation of 38% of the island s area …   Wikipedia

  • φλόρος — ο, ΝΑ είδος πτηνού, ο φλώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φλώρος] …   Dictionary of Greek

  • φλώρι — το, Ν ζωολ. άλλη κοινή ονομασία τού πουλιού φλώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλώρος, κατά τα ον. πτηνών σε ι (πρβλ. σπουργίτι, χελιδόνι κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • χλωρίδα — I (chloris). Γένος πτηνών της οικογένειας των φρινγκιλιδών ή σπιζιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Περιλαμβάνει μικρά πουλιά με ίσιο ράμφος, κωνικό και δυνατό, μικρό λαιμό και κοντά πόδια, φτερά μέτριου μεγέθους και διχαλωτή ουρά. Απαντά σε… …   Dictionary of Greek

  • Фрол — м., имя собств., др. русск. Фролъ Скобеевъ (XVII в.). Из греч. Φλῶρος – имя собств. – от лат. Flōrus; см. Кульбакин, Харьк. Нар. Энц. 7, 59 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Florina — Infobox Greek Dimos name = Flórina name local = Φλώρινα periph = West Macedonia prefec = Florina population = 16771 population as of = 2001 area = 150.6 elevation = 663 lat deg = 40 lat min = 47 lon deg = 21 lon min = 24 postal code = 531 00 area …   Wikipedia

  • Constantin Floros — (Greek: Κωνσταντίνος Φλωρος) (b. Thessaloniki 4 January 1930) is a Greek musicologist. He studied law at the University of Thessaloniki (1947–1951) and then composition and conducting at the Vienna Music Academy. At the same time he studied… …   Wikipedia

  • Constantin Floros — (griechisch Κωνσταντίνος Φλώρος, Konstandinos Floros; * 4. Januar 1930 in Thessaloniki) ist ein griechisch deutscher Musikwissenschaftler. Einem Studium der Musikwissenschaft, Kunstgeschichte, Philosophie und Psychologie sowie Komposition… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”